- συμπαραγωγός
- ο, Ναυτός που μετέχει στην παραγωγή ενός προϊόντος και ειδικότερα ενός θεατρικού, κινηματογραφικού ή τηλεοπτικού έργου μαζί με άλλον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συμπαράγω. Η λ. μαρτυρείται από το 1860 στο περιοδικό Πανδώρα].
Dictionary of Greek. 2013.